Στο Αρχαίο Θέατρο Μίεζας, 'Προσφυγιά και Μετανάστευση'

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019 11:41
Στο Αρχαίο Θέατρο Μίεζας,  'Προσφυγιά  και Μετανάστευση'

Της κ. Ευθυμούλας Μπαμπάτση - Τζερεφού

Αν δεν ζήσεις μακριά από τον τόπο σου δεν ξέρεις τι θα πει καημός. Αυτός ο καημός σιγά – σιγά μετουσιώνεται σε νοσταλγία, γίνεται αγάπη, τα εξιδανικεύεις όλα και όταν τα ξαναποκτήσεις χρειάζεται πολύ δουλειά για να μην σε απογοητεύσουν και πληγωθείς. Θυμάμαι, κάθε φορά που γυρνούσα από την Αθήνα στη Νάουσα για λίγες μέρες, αυτός ο χρόνος ήταν χρόνος ευτυχίας.

Νόμιζα πως έμπαινα στον Παράδεισο όταν αντίκριζα στο Φόρο εκείνο το μαυρισμένο σιδεράδικο δεξιά λίγο υπερυψωμένο με το βαθύ μπλε χρώμα βαμμένος ο τοίχος του!!!

Ρουφούσα τη μυρωδιά της κάπνας από τα αναμμένα τζιάκια και τις σόμπες το χειμώνα. Τα καλοκαίρια, απ΄την Κουτίχα, δρόσιζε ο τόπος και εγώ γέμιζα τα πνευμόνια μου καθαρό Βερμιώτικο αέρα. Η φυγή μου στην Αθήνα ήταν μια αβίαστη ξενιτιά μόνο και μόνο από δική μου επιλογή.

Κύκλοι ανοίγουν, συνέχεια στη ζωή μας όπως και συνέχεια κλείνουν. Οταν αποφάσισα να γυρίσω στον τόπο μου δεν ήξερα κανέναν και δεν με ήξερε κανείς! Στην ουσία ήμουνα μια ξένη στη Νάουσα όπως ξένη ήμουν και χρόνια στην Αθήνα. Όταν το διαπίστωσα τρόμαξα! Εβαλα στόχο να διεκδικήσω την πόλη μου. Δύσκολο ήταν, αλλά όχι ακατόρθωτο. Τα κατάφερα και γαλήνεψα.

Υπάρχουν όμως βαθιά χαραγμένα σημάδια μέσα στην ψυχή μου από απώλειες και ανθρώπινες απουσίες, χωρίς επιλογή αλλά από ανάγκη. Αυτές δυστυχώς δεν θεραπεύονται ποτέ. Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας την περίοδο του εμφυλίου πολέμου για να σωθούμε. Μια νέα γυναίκα η μάνα μου πήρε τα δύο μικρά παιδιά της και τη μισοπαράλυτη από εγκεφαλικό πεθερά της κι έφυγε νύχτα κρυφά για να σωθούν. Εψαχναν καταφύγιο στη Σαλονίκη. Εριξε σ ένα μποξιά ότι μπορούσε να σηκώσει ο ώμος της και άρχισε να ψάχνει σπίτι για να στεγάσει τη δυστυχία της.

Την έδιωχναν όταν μάθαιναν πως ο άντρας της ήταν φυλακισμένος. Τους δήλωνε πως δεν ήταν εγκληματίας. Τρία χρόνια ήταν η καταδίκη του μόνο και μόνο για τις ιδέες του. Μεγάλη απουσία για τη μάνα ο γιος, για τη γυναίκα ο άντρας και για τα παιδιά ο πατέρας. Η μάνα μου δεν έκλαιγε για να μην κλαίμε και εμείς γιατί όταν εκείνη βούρκωνε, βουρκώναμε και εμείς.

Ακουμπήσαμε τη ζωή μας σ ένα υπόγειο πνιγμένο στην υγρασία. Η γιαγιά μου και εγώ καθόμασταν με τις ώρες σ΄ένα παράθυρο που το μισό ήταν κάτω απ΄τη γη και το υπόλοιπο έγλειφε το πεζοδρόμιο. Καρτερούσαμε τον ήλιο να μπει μέσα, να ζεστάνει και να φωτίσει τη μαυρίλα της ψυχής και της ζωής μας. Όμως ο ήλιος αργούσε!!!

Ηταν πρωτοχρονιά και ανεβήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας να πούμε τα κάλαντα. Τα Ναουσαίικα τα ξέραμε, «Αγιά Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία», ευτυχώς ο Αγιος δεν ήταν κουφός και μας άκουσε. Μία όμορφη αριστοκράτισσα κυρία με βαμμένα κόκκινα νύχια και χείλια κατέβηκε από τον 1ο όροφο και μας αγκάλιασε, μας φίλησε και μας έδωσε τα δώρα μας. Σε μένα μια κούκλα και στον αδελφό μου μια μικρή μοτοσικλέτα. Ηταν τα πρώτα δώρα της ζωής μας. Οσο ήμασταν στη σκοτεινή υπόγα τα κρατούσαμε σφιχτά για να μην τα χάσουμε. Τα χρειαζόμασταν.

Δεν μας ένοιαζαν όμως τα ψεύτικα παιχνίδια, όταν με το καλό γυρίσαμε στη Νάουσα, στο δικό μας γεμάτο φως, αέρα, ήλιο αγαπημένο σπίτι μας. Οταν μου πρότεινε η κυρία Ξανθή – Χονδρού- Χιλ να συμμετέχω στην εκδήλωση με θέμα «Προσφυγιά και μετανάστευση», δέχτηκα αμέσως.

Ηταν κάτι που με αφορούσε και μάλιστα συγκινήθηκα όταν έμαθα ότι θα γίνει στο Αρχαίο μας Θέατρο στη Μίεζα. Σας προσκαλώ και εγώ με τη σειρά μου να περπατήσουμε μαζί εκεί που οι Αρχαίοι μας πρόγονοι παρουσίαζαν τα έργα τους. Αύριο Κυριακή 16 Ιουνίου στις 8μ.μ. μέσα από την ποίηση θα ακούσετε ιστορίες που σας αφορούν! Σας περιμένουμε... με μουσική από το βιολοντσέλο της Ντίνας Σαρατζή.

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στη φίλη μου Ελένη Πασάι, πιανίστρια από την Αλβανία. Το πρωί της Παρασκευής 14- 6- 2019 μετά από 21 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα πήρε στα “χέρια” της την Ελληνική υποκοότητα.

Της εύχομαι ότι καλύτερο από εδώ και πέρα.