ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ που έχει κλεισμένη μέσα στα φυλλοκάρδια της, κατάφερε να μεταμορφώσει σε ομορφιά του λόγου και να τη μοιράσει αντίδωρο στους συμπολίτες της, η Ευθυμούλα Μπαμπάτση Τζερεφού, με το πρόσφατο βιβλίο της το «Κορασό».
ΚΑΙ ΑΥΤΗ Η ΟΜΟΡΦΙΑ, εκτός από ομορφιά της δικής της ψυχής, είναι η ομορφιά της μεταπολεμικής Νάουσας, όχι μόνο ως τοπίου, όμορφης, αξιέραστης νύμφης του Βερμίου, δηλαδή, αλλά και ως κοινωνίας με το ηθικό της κεφάλαιο και τους κοινωνικούς της μηχανισμούς που παράγουν αδιάκοπα κοινωνικό κεφάλαιο και αλίμονο αν ποτέ σταματήσουν να δουλεύουν! Πάμε για πτώχευση!
ΘΥΜΑΤΑΙ και καταγράφει ανεξίτηλα στις καρδιές των αναγνωστών της, σε ένα πανόραμα της μεταπολεμικής ζωής της πόλης, κυριολεκτικά τρυπώνοντας στα ενδότερα της ναουσίαικης οικογένειας -που είναι το προζύμι της κοινωνίας και χωρίς αυτό δεν υπάρχει κοινωνία- τις χαρές και τις λύπες, τα παιδικά ξυπόλυτα καλοκαίρια της –Αχ, «Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο, κουρεμένο κεφάλι, όνειρο ακούρευτο» που λέει και ο Ελύτης- τα μαθητικά της χρόνια στα «πέτρινα αρχοντικά σχολεία της πόλης», με την «ασπρόμαυρη ποδιά, το Γάμα –Νι» (Γυμνάσιο Ναούσης) στο πέτο και την κουκουβάγια στο πηλίκιο των κουρεμένων γουλί αγοριών, τους κυριακάτικους εκκλησιασμούς, τις οικογενειακές εξορμήσεις στην εξοχή, με το «υφαντό καρό τραπεζομάντιλο στρωμένο καταγής, φορτωμένο όλα τα καλά, τα μπαξέδια, τα αμπέλια, τα εργοστάσια με τα εντυπωσιακά ψηλά, κόκκινα φουγάρα που κάπνιζαν νύχτα μέρα και τάιζαν αμέτρητες οικογένειες.
ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ από τις σελίδες της τα τεφτέρια με τα βερεσέδια, οι μπλε, πράσινες και κόκκινες βελέντζες απλωμένες πάνω στα κάγκελα της ξύλινης γέφυρας στα Μπατάνια, η νεροτριβή του Μόρα, ο μύλος του Μάκη, οι φουρνάρηδες Μπουμπουλιάδες, ο πεταλωτής Τάκης ο Όης (Νοΐδης), ο σαμαράς Τσάμπουρας, ο μάμος ο γιατρός Τσίτσης, ο φαρμακοποιός Μήτσιος του Χατζηδημήτρη, ο κάπελας Σταύρος Μάντσιος, ο μπακάλης Μπαμίχας με τον μπάτσιο, ο Σαμαράς με τα τυριά του, ο Χατζηιωάννου με τον μπακαλιάρο, ο ποδηλατάς ο Τάσης, ο καφές του Καπετανόπουλου, ο οδοντογιατρός Σιπιτάνος, που για αναισθητικό, ενίοτε έριχνε και καμιά παταριά, το βιβλιοπωλείο του Μαρνέρη με την κλασική μουσική και τη διακοσμημένη βιτρίνα, το γαλακτοπωλείο του Ζαμπάλη με τους κοίλους καθρέφτες, τα κυριακάτικα γλέντια και τα θρηνητικά βράδια της Μ. Πέμπτης στον Αγιώργη, και τόσοι και τόσοι άλλοι.
ΑΝΑΘΥΜΑΤΑΙ ακόμα, την πλατεία Τρούμαν και το χάζι που έκαναν τα παιδιά περιμένοντας να υποδεχτούν το βασιλικό ζεύγος με τα βασιλόπουλα, οσάκις κατέφθανε για σκι στο Σέλι, τον Βανούλα τον ταξιτζή και ένα επεισοδιακό ταξίδι για το πανηγύρι τ’ Αϊ-Λια στο Αρκουδοχώρι, τα τρία ξενοδοχεία της Νάουσας («Μ. Αλέξανδρος» του Περισοράτη, «Σμύρνη» του Βαλταδώρου, «Ολύμπια» του Βαϊνανίδη), τα σινεμά, χειμερινά («Αγέλλικα» και «Ομόνοια») και θερινά («Βέρμιον», «Πράσινος Κήπος»), τον ετήσιο καλοκαιριάτικο χορό της «Μέριμνας» στο «Κιόσκι», τις μοδίστρες της εποχής, τις κομμώτριες, το κυριακάτικο «σούρτα φέρτα» που κατέληγε σε κορνέ απ’ του Γιαννούλη ή πουτίγκα απ’ του Θωμά ή μισή δραχμή σπόρια απ’ του Μαμουτζή.
ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ κεφάλαιο του βιβλίου, βέβαια, είναι η καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού της Νάουσας, με τρόπο χαριτωμένο, φυσικό, αβίαστο, σπαρταριστό μέσα από καταστάσεις και σκηνές με πρωταγωνιστές την ίδια ή μέλη της οικογένειάς της και συγγενείς της ή και άλλους Ναουσαίους. Η παραδοσιακή ναουσαίικη οικογένεια και κοινωνία με το υψηλό ήθος, τα υψηλά στάνταρ του πατροπαράδοτου πολιτισμού της, τα ήθη και τα έθιμά της, την αξιοπρέπεια, τη λεβεντιά και την αρχοντιά της, διασώζονται ακέραια και κατατίθενται στους σύγχρονους Ναουσαίους, ώστε να μη χαθούν.
ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ είναι σπαρταριστοί, αυθεντικοί, φωτογραφικοί, γεμάτοι δροσιά και χάρη, χιούμορ, ανατρεπτικό, πολλές φορές. Ο λόγος της, είναι γεμάτος αρετές, ξεχύνεται ασυγκράτητος από την καρδιά της, όπως το νερό της Αράπιτσας από το Βέρμιο. Η πλοκή των διηγήσεων εξαιρετική, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος.
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ κεφάλαιο της Νάουσας -μέτρο, σεβασμός, επικοινωνία, αγάπη, καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα, καλό ξημέρωμα, οικογενειακό τραπέζι- κατορθώνει να διασώσει και να καταθέσει με το βιβλίο της στην τράπεζα του χρόνου, η Ευθυμούλα Μπαμπάτση Τζερεφού, για να μπορούν να κάνουν αναλήψεις απ’ αυτό και οι σύγχρονοι και οι μελλοντικές γενιές, εις το διηνεκές και να πλουτίζουν τη ζωή τους.
ΓΝΗΣΙΑ χρυσοχέρα Ναουσαία νοικοκυρά, ή ίδια, έχοντας τη φροντίδα να ταΐσει την οικογένειά της –και οικογένειά της, εν προκειμένω είναι όλη η Νάουσα- στρώθηκε και έπιασε προζύμι. Κοινωνικό προζύμι είναι το βιβλίο της, για να μπορεί ο καθένας μ’ αυτό να πλάσει ψωμιά και να μη λιμοκτονεί.
ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ και τον Μιχάλη Κατσαρό, να μας λέει: «Μην αμελήσετε /Πάρτε μαζί σας νερό /Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία».
ΚΑΙ ΥΔΡΙΑ, λοιπόν, με ζείδωρο νερό είναι το βιβλίο της κυρίας Ευθυμούλας Μπαμπάτση Τζερεφού.
ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΜΕ τα παγούρια μας. Μην αμελήσουμε.
(«Φ.Ν.» 17/2/2018)