H ώρα του ευχαριστώ. Στην εκκλησία, στην ενορία, στο μαχαλά, στη συνοικία

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020 19:27
H  ώρα του ευχαριστώ. Στην εκκλησία, στην ενορία,  στο μαχαλά, στη συνοικία

Της κ. Ευθυμούλας Μπαμπάτση - Τζερεφού

Αγαπούσα πολύ τη γιαγιά μου τη Λένγκω! Αγαπούσα το μαχαλά της, αγαπούσα και όλο τον κόσμο μέσα στο σοκάκι της.

Η μπλε πινακίδα με τ΄ άσπρα γράμματα που ήταν καρφωμένη ψηλά, σ΄ ένα ντουβάρι, απομεινάρι μιας μεγάλης πυρκαγιάς, τιμούσε τη μνήμη του Μακεδονομάχου ήρωα. «Οδός Καπετάν Αγρα»

Ο δρόμος αυτός ο αδιέξοδος, για μένα είχες πολλές διεξόδους. Κάθε σπίτι και μια πόρτα και αυτή η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή. Μου δώσανε δώρα πανάκριβα και εγώ τα άρπαζα γιατί τα είχα ανάγκη. Δεν τα ξέχασα, γιατί δεν τα έχασα. Τα φυλάω, ακόμα μέσα στη ψυχή της καρδιάς μου. Αυτά ήταν τα τσουκάλια του μπάρμπα Σταθάκη τα αραδιασμένα όμορφα μπροστά στην πόρτα του. Το κάρο του μπάρμπα Θωμά του Τσουκαλά με τα σαλβάρια και το κασκέτο στο κεφάλι. Τα βαένια του μπάρμπα Δημητρό του Μελτζιανή που μέσα και απ΄ έξω παίζαμε κρυφτό. Τις πατερίτσες του μπάρμπα Δημοσθένη του Γερούση που τις βλέπαμε περίεργα. Ανάπηρος πολέμου ήταν. Εχασε τα πόδια του στην Αλβανία από κρυοπαγήματα. Ανθρωποι καλοί, αγνοί, ντόμπροι. Μέσα σ΄αυτούς και ο μπάρμπας ο Κώτσιος ο Νταμπακιάρης. Εμεινε χήρος και ζούσε με τα παιδιά του και τη μάνα του. «Μάμου» τη φώναζαν και πέθανε 107 χρονών. Λίγο πριν φύγει απ΄τη ζωή έβγαλε καινούργια δόντια και όλοι απορούσαμε.

«Η τχειάτσα η Καλλιόπη η Μάραινα, ήταν φιλινάδα της γιαγιάς μου. Μαζί έπλεκαν σκουφούνια, μαζί έπαιζαν χαρτιά «κολτσίνα». Ολο μάλωναν και όλο αγαπιούνταν. Πρώτες και καλλίτερες καμπάρντιζαν μέσα στην φωτογραφία, όταν από το σοκάκι περνούσε κάποιος πλανόδιος φωτογράφος. Τότε όλος ο μαχαλάς σηκώνονταν στο πόδι. Νύφες, πεθερές, κουνιάδες, γειτόνισσες αγκαλιασμένες και μπροστά κατά γης, αραδιασμένα τα μικρά που σαν σκιαγμένα καρτερούσαν να βγει το «πουλάκι» από τη μηχανή.

Μετά τους πολέμους μέσα από από αυτό το δρόμο ξαναβγήκαν οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες. Ο Τρύφων ο Χατζητρύφων με τον Αποστόλη το Μπαλκαμπά, γείτονες στο μαχαλά ήταν, αναβίωσαν το έθιμο της Αποκριάς μας. Εβγαλαν ξανά τις κρυμμένες πάλες και χόρεψαν την παπαδιά, το ζαλιστό, το μπουσταμπέικο μαζί με τον Τάκη τον Παπακωνσαντίνο, το Μήτσιο τον Τορορή, τον Βασίλη τον Καρβουνιάρη, τον Τόλη τον Καρντερίτσκα και τον Βασιλάκη τον Μπουτούρη. Παλληκάρια άξια της Νάουσας.

Τα Σαββατόβραδα όλος ο τόπος μέσα στο στενό μύριζε θυμιάμα και την Κυριακή το πρωί με το που χτυπούσε η καμπάνα, οι τχιάτσες με το εντόπια ρούχα τους, τις μαρουλάτες τις τραχηλιές και με τα χρυσά γυαλιά η όμορφη Φανούλα του Σταθάκη, καμαρωτές, στητές, ίσιες σαν λαμπάδες, πήγαιναν στην εκκλησία που όταν σχολούσε μας έφερναν αγιασμό και αντίδωρο. Απέραντο σέβας είχαμε στο ψωμί. Όταν μας έπεφτε κανένα μικρό κομμάτι κατά γης, μας δίδαξαν να το σηκώνουμε, να το σταυρώνουμε να το φιλούμε και να το ακουμπούμε σε μια άκρη να το φάνε τα πουλιά! «Οποιος δεν πέρασε πείνα δεν μπορεί να καταλάβει τον πεινασμένο, έλεγε η γιαγιά μου».

Το τελευταίο σπίτι στο σοκάκι που έκλεινε το δρόμο ήταν των Χαλκιάδων. Περνούσαμε από κάτω για να βγούμε στους πέρα μαχαλάδες κοντά στην εκκλησία. Στη μία την κάμαρη κάθονταν ο Πέτρος με τα τρανά μουστάκια και τα σγουρά μαλλιά, μεσίτης ήταν σ ΄έναν έμπορα. Στην άλλη ο Γιώργης με τη Λέντσιου και τα πολλά παιδιά και στην παράλλη ένας ακόμη Σιδεράς με τον ταϊφά του. Σαν άνοιγαν τα ράδιο από το πρωί δυνατά, δεν το έκλειναν όλη την ήμερα. Ολη η χαρά του Θεού, στο μαχαλά και περισσότερο εγώ ακόμα πιο χαρούμενη. Μέσα σ΄αυτή την αγκαλιά πέρασα ανώδυνα τα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής μου: «Τα πέτρινα μου χρόνια 1946-1949».

Ο πατέρας μου εξορίστηκε και φυλακίστηκε για τις ιδέες του. Η μάνα μου έφυγε κυνηγημένη από το σπίτι της με δύο μικρά παιδιά, το ένα ασαράντιστο. Αφησε πίσω της παράθυρα και πόρτες ανοιχτές, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να προστατεύσει! Η ίδια έψαχνε για προστασία. Τη βρήκε στον πατέρα της, στη μάνα της, στον αδερφό της, στη νύφη της και σ΄ όλο το μαχαλά τους. Εκεί εγώ ξαναβρήκα τον εαυτό μου! Δεν υπήρχε βρύση που να μην πιώ νερό, τζιάκι που να μην πυρωθώ και κώχη που να μην ξιαπλώσω.

Πήρα πολλή αγάπη… Τριών, τεσσάρων πέντε χρονών! Όταν η μάνα μου έπαιρνε γράμμα από τον μπαμπά μου ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Όταν όμως ο ταχυδρόμος έφευγε χωρίς να χτυπήσει την πόρτα μας εγώ σπάραζα από το κλάμα. Επεφτα κατά γης και δεν σηκωνόμουν.

-Κλάψε Ευθυμούλα, κλάψε μαρί, τσίριξε! Πιο δυνατά, πιο δυνατά! Πιο δυνατά!

- Δεν αμπουρώ σας λέγω παραπάνω. Κλαίγω με όλη μου τη δύναμη. Πονώ εδώ και έβαζα το χέρι στην καρδιά μου.

Οι λέξεις έβγαιναν μισές, οι φλέβες στο λαιμό χτυπούσαν και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι!

-Κλάψε μαρί, κλάψε έλεγε και η γιαγιά μου, αναψοκοκκινισμένη. Μ΄άρπαζε από το φουστάνι, με σβαρνούσε κανονικά κι ίσια κατούν Αγιώργη να μη ντιαβάση ο παπάς. Από πίσω όλη η τσιακαλαρία του μαχαλά ακολουθούσε.

-Που πάτε αμπρέ, ρωτούσαν περίεργα οι περαστικοί.

-Στον Αγιώργη να ξιαφουρέσει ο παπάς τη Ιφτιμούλα που τσιρίζει και χτυπιέται.

Τριών, τεσσάρων και πέντε χρονών. Κανένας δεν έψαχνε το γιατί! Αλλοι γελούσαν, άλλου κοιτούσαν και εγώ μπροστά στον ωραία πύλη, σκεπασμένη με το πετραχήλι να προσπαθώ να πάρω τις ανάσες μου, να ρουφώ τις μύξες μου και να σκουπίζω τα μάτια μου με τα λερωμένα χέρια μου. Ετσι και αλλιώς δεν καταλάβαινα τα λόγια του παπά και προσπαθώντας να μην ξεσκεπαστώ, χανόμουνα, ξεχνούσα, ηρεμούσα και σιγά σιγά πάλι χαμογελούσα. Ηξερα πως σε λίγο, όλοι μαζί πάλι θα ζυμώνουμε με τα πόδια μας την κόκκινη λάσπη του μπάρμπα Σταθάκη. Να γένουν τα μισούρια και οι γκαβάνες. Αγιος άνθρωπος, ποτέ δεν μας μάλωσε. Ηταν επίτροπος στον Αγιώργη!

Μόνο σ΄αυτήν την εκκλησία ένοιωσα την αληθινή προσευχή για τον άρτον ημών τον επιούσιον! Τα πρόσωπα έβγαιναν από τις τοιχογραφίες του ναού και κατέβαιναν με σεβασμό στην ωραία πύλη να μεταλάβουν. Ταπεινοί, θρήσκοι και αδιαμαρτύρητα πονεμένοι. Και εγώ πονούσα και ο πόνος είναι ίδιος από όπου και αν προέρχεται. Τρυπάει τα σωθικά!

Η ζωή είναι δώρο. Αν μπορούμε να την απολαμβάνουμε όπως έρχεται, είναι καθαρή φιλοσοφία γατί έτσι δεν θα φθάσουμε ποτέ στην απόγνωση. Χρειάζεται όμως να ξέρουμε ότι ο καθένας μας μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί χωρίς σπίτι, χωρίς όνομα και χωρίς πατρίδα. Το πρόσωπο που θα μας χαμογελάσει, το χέρι που θα μας χαϊδέψει θα είναι αυτό που θα μας δώσει ξανά την ελπίδα.

Το κορίτσι κάτω από το πετραχήλι έχοντας το βάρος μιας ασήκωτης ευγνωμοσύνης καρτερούσε! Πέρασαν 70 χρόνια και σήμερα μπροστά στην ίδια ωραία πύλη ευδόκησε, μεγάλη γυναίκα ποια να πει το μεγάλο ευχαριστώ σε όσα γλύκαιναν την ψυχή της!