Ευθυμούλα Μπαμπάττση-Τζερεφού:'Παύσεις & Σιωπές' Ελλάδα 1946. ΔΙήγημα-Αληθινή Ιστορία

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024 11:02
Ευθυμούλα Μπαμπάττση-Τζερεφού:'Παύσεις & Σιωπές'     Ελλάδα 1946. ΔΙήγημα-Αληθινή Ιστορία

Στη βράση βρίσκεται ο εμφύλιος πόλεμος. Θεοσκότεινη είναι η νύχτα μέσα σε μια αυλή, χωρίς δέντρα και χωρίς λουλούδια. Όλα στεγνά και απότιστα!
Δίπλα στην σιδερένια εξώπορτα διακρίνονται τρία κορμιά σφιχταγκαλιασμένα, τα δύο φιλιούνται άγρια και το μωρό στην αγκαλιά, βρέφος, ασαράντιστο έχει δυό μάτια τρομαγμένα! Κάπου από μακριά ένα ακορντεόν παίζει τα «δυό πράσινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες» θαρρείς και το κάνει για να γλυκάνει τον αβάσταχτο πόνο τους! Φάρμακο στα φαρμάκια!
Ξέρουν ότι σε λίγο θα χωρίσουν και θα χαθούν. Γνωρίζουν ακόμα και τι τους περιμένει.
Η μάνα μαυροφορεμένη μόλις χήρεψε. Η κόρη μια νέα και όμορφη γυναίκα, λίγο πριν νυχτώσει, έξω από μια φυλακή έδωσε το τελευταίο φιλί στον καταδικασμένο σε ισόβια δεσμά, άντρα της και το μωρό λίγο ημερών μετά τη γέννησή του! Ακούγονται, ψίθυροι απόγνωσης και φόβου.
- Μάνα με κυνηγούν να με σκοτώσουν, φεύγω!!! Το παιδί μου και τα μάτια σου. Το πολύ σε έξη μήνες θα γυρίσω!
Από το σφιχταγκάλιασμα το βρέφος άρχισε να κλαίει και ησύχασε όταν ρούφηξε με λαχτάρα τη γερασμένη ρόγα του άδειου στήθους της γιαγιάς του!
Οι έξη μήνες έγιναν 30 χρόνια, χρόνια, γεμάτα «παύσεις και σιωπές».
Η μοίρα τους ήταν αυτή που άλλοι την καθόριζαν!
Η νέα μάνα σεργιανάει μόνη σε ξένους τόπους μακρινούς, εξόριστη και καταδικασμένη, πολιτική πρόσφυγας.
Ο αντάρτης καπετάνιος στα βουνά, άντρας της περιφέρεται από τη μία φυλακή στην άλλη.
Η χήρα μάνα βολοδέρνει στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, Σάμος, Χίος, Τρίκερι. Αυτή είναι η δική της τιμωρία. Την έριξαν εκεί γιατί δεν έλεγε, γιατί φυσικά δεν ήξερε, που βρίσκονταν τ’ άλλα δύο παιδιά της. Τα δυό αγόρια της που και αυτά είναι χαμένα, εξαναγκασμένα – κυνηγημένα, σε ξένα χώματα και ξένα μέρη.
Το μωρό; Που είναι το μωρό;
Αυτό βρέθηκε στο ορφανοτροφείο «Άγιος Στυλιανός» με έτοιμα τα χαρτιά του για υιοθεσία στην Αμερική. Σαν από θαύμα την τελευταία στιγμή γλυτώνει και μεγαλώνει με συγγενείς, χωρίς τη μυρωδιά των γονιών του.
Δεν τους αναζητά γιατί δεν τους γνωρίζει. Τα γράμματα δεν είναι ικανά να κάνουν γόρδιο, τον οικογενειακό δεσμό τους.
Τα χρόνια περνούν και σπάζουν, σχοινιά, σύρματα και αλυσίδες αγάπης και στοργής. Σε μια τέτοια Ελλάδα «η ορφανή» προσπαθεί ν’ αναστηθεί. Έτσι την προσφωνεί ο φασίστας γυμνασιάρχης μέσα στην σχολική τάξη. Πικραίνεται, μαραίνεται και με φωνή που τρέμει λέει σιγανά:
- Δεν είμαι ορφανή, οι γονείς μου ζουν.
- Βάφεις τα μαλλιά σου κόκκινα, κομμουνιστικά, τη βγάζει στην αυλή, την ώρα της προσευχής, σε όλο το σχολείο μπροστά, την καταρακώνει!
- Είναι το φυσικό μου χρώμα απαντάει και κλαίει. Κλαίει ασταμάτητα όλα τα χρόνια παρ’ όλο που παίρνει πολύ αγάπη από το περιβάλλον της. Το μεταφράζει σε οίκτο γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί τόση έγνοια και τόση στοργή από ξένους, όπως αυτή τους αισθάνεται και όχι από τη μάνα της που θεωρεί ότι την εγκατέλειψε.
Πέρασαν 20 χρόνια, πέτρινα, σκληρά και αμείλικτα όμως για όλη την διαλυμένη οικογένεια ήρθε η ώρα μάνα και κόρη να συναντηθούν στην ξενιτιά. Με χίλιους τρόπους προσπάθησαν να γνωριστούν. Δεν καταλάβαινε η μία την άλλη γιατί δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Η μάνα ήξερε πολλά και το κορίτσι λίγα. Δεν μπόρεσαν ν’ αγαπηθούν και δεν αγαπήθηκαν ποτέ γιατί τα χρόνια που πέρασαν ήταν άδεια από μνήμες. Δεν γέλασαν μαζί, δεν μάλωσαν μαζί, δεν έκλαψαν μαζί, δεν αγκαλιάστηκαν, δεν φιλήθηκαν, δεν κοιμήθηκαν και όλα αυτά «τα χωρίς το μαζί» δηλητηρίασαν τις ψυχές τους.

Γερμανική κατοχή:
Ένα σχεδόν αμούστακο αγόρι μεγαλώνει μέσα στην προσφυγιά. Θέλει να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο και δραπετεύει από τη μαύρη φτώχια, την φτώχια την καταραμένη!
Έχει μεγάλες φιλοδοξίες και προσδοκίες.Εντάσσεται στο Ε.Α.Μ. και αργότερα στον Ε.Λ.Α.Σ. Σπίτι του πλέον είναι το βουνό! Κυνηγός και κυνηγημένος!!!
Είναι νέος, όμορφος και δυνατός. Ανακηρύσσεται καπετάνιος στο αντάρτικο. Τώρα χρειάζεται βοήθεια. Θέλει κρησφύγετο. Κατάλυμα του γίνεται το φτωχόσπιτο μιάς δασκάλας μεγαλοκοπέλας που έχει στην πλάτη διπλά τα χρόνια απ’ τα δικά του.
Τον ερωτεύεται και τον παντρεύεται. Αυτή αποφασίζει για όλα που γίνονται μέσα στο σπίτι της. Θέλει να γίνει μάνα και υιοθετεί ένα τετράχρονο αγόρι ορφανό. Αμέτρητα παιδιά απροστάτευτα βρίσκονται στους δρόμους.
Ο πρόσφυγας τώρα έχει αποκτήσει αρκετά. Θέλει όμως κι άλλα, του λείπουν τα πιο σημαντικά. Του λείπει η προσωπική του ελευθερία, κυρίως όμως του λείπει ο έρωτας. Τον ψάχνει και τον βρίσκει μέσα στ’ άγρια βουνά και στα λαγκάδια. Ο έρωτας παντού φυτρώνει και είναι έτσι ακριβώς όπως τον ήθελε, ένας έρωτας κρυφός, δυνατός και ανεξέλεγκτος.
Η ζωή συνεχίζεται όπως έρχεται για τον καθένα χωριστά.
Η δασκάλα πιστή στις αποφάσεις του αρχηγού συντρόφου της οργανώνεται και αυτή στον «Ε.Λ.Α.Σ.» Κουμάντο τώρα στο βουνό κάνει ο άντρας της. Αναλαμβάνει μια δύσκολη αποστολή και σκοτώνεται. Το ορφανό και πάλι ορφανό και παραπεταμένο.

Αντίσταση μέσα στη φωτιά και στην Αντάρα

Στην καταχνιά του πολέμου ο καπετάνιος με τα παράσημα στο στήθος και η όμορφη αντάρτισσα με το όπλο στον ώμο και τις κόκκινες κορδέλες στα μελιά μαλλιά της παντρεύονται απάνω στο βουνό. Πολεμούν γιατί θέλουν να χτίσουν τη ζωή τους σ’ ελεύθερη πατρίδα. Μπαίνουν σ’ αυτήν την περιπέτεια και ακολουθούν ένα δρόμο που δεν γνωρίζουν που θα τους οδηγήσει.
Διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές επιθυμίες, διαφορετικοί στόχοι. Ο ένας θέλει εξουσία γιατί ποτέ δεν ήταν, ούτε καν κύριος του εαυτού του και η άλλη επιζητεί δικαιοσύνη γιατί η οικογένεια της αδικήθηκε πολύ από την άδικη δικαιοσύνη. Έπρεπε ν’ αντισταθεί σ’ αυτήν την αδικία και να παλέψει για να δικαιωθεί! Σκληρός αγώνας ανοίγεται μπροστά τους.
Ο άντρας της τώρα είναι παντοδύναμος, περιμένοντας και τον καρπό του έρωτα. Αισθάνεται περήφανος γιατί το παιδί αυτό είναι κατάδικό του. Το άλλο το ορφανό είναι μόνο της δασκάλας! Είναι ξένο και το στέλνει να το μεγαλώσουν κάτι μακρινοί συγγενείς του.
Η ζωή όμως δεν σηκώνει νταηλίκια! Όλα τελικά εδώ πληρώνονται. Το δικό του παιδί, ήδη γεννιέται ορφανό! Δεν το είδε δεν το χάιδεψε, δεν το νανούρισε, δεν το αγκάλιασε. Μόνο στα όνειρά του το έβλεπε και μέρα και νύχτα μέσα το σκοτεινό κελί της φυλακής.
Η μάνα λεχώνα «σκουπίζοντας ακόμα τα αίματα της γέννας από το κορμί της εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα, εκείνη ακριβώς τη νύχτα που ένα ακορντεόν έπαιζε και ακούγονταν από μακριά τα «δυό πράσινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες» ίσως για να την παρηγορήσει. Πάντα στο μυαλό της ήταν χαραγμένα τα λόγια του αποχωρισμού.
- Μάνα το πολύ σε έξη μήνες θα γυρίσω!
Τριάντα χρόνια ήταν αυτά που χόρτασαν ευχές να στέλνουν και να παίρνουν: «Καλή αντάμωση» και «καλά δεξίματα».
Ήρθε η αντάμωση η πολυπόθητη και η πανάκριβη, αυτή που καρτερούσαν χρόνια ατελείωτα. Είχαν τόσα να πουν βαθιά κρυμμένα στα φυλλοκάρδια τους!
Πάλη ανάμεσα σε μίσος και αγάπη!
Λόγια, ουρλιαχτά και θρήνοι.
Άνοιξαν τα τεφτέρια τους για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Η ίδια η συνείδηση τους δίκαζε χωρίς υπεράσπιση και έλεος. Κλαυθμοί και οδυρμοί!
Η μάνα στην κόρη:
- Είμαι η μάνα σου, αγάπησέ με. Εγώ σου χάρισα ζωή!
Κόρη στη μάνα:
- Τι να την κάνω εγώ τέτοια ζωή: Μ’ εγκατέλειψες. Πώς μπόρεσες αυτό να το κάνεις;
Μάνα στην κόρη:
- Με κυνηγούσαν ήθελαν να με σκοτώσουν! Το έκανα για σένα. Ήθελα να μεγαλώσεις σ’ ελεύθερη πατρίδα.
Κόρη στη μάνα:
- Εγώ ήθελα εσένα και ας ήμουν σε σκλαβωμένη χώρα. Αν σε σκότωναν μακάρι να σκότωναν κι εμένα μαζί σου! Λίγες μέρες πριν ήμουνα στην κοιλιά σου. Γιατί μ’ έβγαλες νωρίς απ’ το κορμί σου. Να μ’ έσφιγγες, να με κρατούσες με νύχια και με δόντια. Όπου εσύ και εγώ! Τώρα δεν σε χρειάζομαι. Φύγε…
Μάνα στην κόρη:
- Το ξέρω, σε πίκρανα πολύ χωρίς την θέλησή μου! Δεν φτάνει μια συγνώμη.

*****
Άνδρας στη γυναίκα:
- Εγώ, στη φυλακή και εσύ ελεύθερη και ωραία! Όλα τα χρόνια έκανες τη ζωή σου!
Γυναίκα στον άνδρα:
- Για πιά ζωή μιλάς; Αυτήν που την πληρώσαμε τόσο ακριβά και οι δυό και πιο πολύ την πλήρωσε ένα παιδί, χωρίς να φταίει καθόλου! Το πλάσαμε, το αφήσαμε, χωρίς καμία ευθύνη. Θέλησα να υπογράψω δήλωση μετάνοιας και να γυρίσω πίσω κοντά του. Εσύ δεν με άφησες να το κάνω γιατί δεν ήθελες να πέσεις από το βάθρο σου. Κατανοώ πως ήταν δύσκολα χρόνια. Ζητούσαν πολλά οι άλλοι. Νόμιζαν πώς νίκησαν και πάτησαν επί πτωμάτων. Δεν είναι έτσι οι νικητές. Αν ήξερε ο άνθρωπος τι είναι νίκη δεν θα έκανε αυτά που κάνουν όλοι όταν νικούν και εκδικούνται. Η νίκη είναι χαρά δεν είναι τιμωρία. Η νίκη είναι μεγαλείο που μέσα από αυτό βγαίνει απέραντη αγάπη!!!
Ανάθεμα ο άνθρωπος αν τόχει καταλάβει. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να πεθάνω. Δεν έχω τίποτα εδώ! Δεν έχω κόρη, δεν έχω σπιτικό, δεν έχω πατρίδα. Γυρνώ πίσω εκεί που άφησα μνήμες και σίγουρα με περιμένουν. Στην Ελλάδα μόνο πίκρα χόρτασα και τώρα γεύομαι σιωπή. Ζητιανεύω την αγάπη σας και τρέμω που τη χάνω.
Κόρη στον πατέρα:
- Μπαμπά θέλω μόνο εσένα και τη γιαγιά που με μεγάλωσε. Σε αγαπώ γιατί με αγαπούσες. Τις λίγες μέρες που βρέθηκα μαζί σου, στον Αη-Στράτη στην εξορία σου ήμουνα χαρούμενη γιατί εγώ είχα εσένα και σύ εμένα. Την νύχτα στον ύπνο μου με κρατούσες αγκαλιά, με φιλούσες, με τραγουδούσες μου έλεγες παραμύθια, ενώ οι άλλοι κρατούμενοι ήταν δυστυχισμένοι γιατί δεν είχαν κανένα δικό τους. Δεν ξεχνώ την άμμο που σήκωνε ο αέρας έμπαινε στα μάτια μου, μ’ έτσουζαν αυτά, τα σκούπιζες και νόμιζες πως έκλαιγα ενώ εγώ γελούσα. Δεν υπήρχαν παιδιά για να παίξω, δεν υπήρχε μπάλα για να πετάξω και όμως τα είχα όλα! Είμασταν μαζί!

*****
Μέσα σ’ αυτήν τη χιονοστιβάδα ξέχασαν τ’ ορφανό που από μια γωνιά ζητούσε απεγνωσμένα να πάρει πίσω το σπίτι της μάνας του, της δασκάλας που ο θετός πατέρας με δόλιο τρόπο του το άρπαξε. Μ’ ένα κομμάτι ξερό ψωμί που του πέταξε, βρήκε την ησυχία του. Απομάκρυνε και τη γιαγιά της κόρης γιατί δεν ενέκρινε τη διαπαιδαγώγηση που έδωσε στην εγγονή της, 20 χρόνια ολόκληρα. Είσαι γυναίκα της τρίτης δημοτικού. Έλεγε στην πεθερά του.
Αυτός ανέλαβε τα ηνία της ζωής της πλέον γιατί αυτός τα ήξερε όλα μέσα από τα ατελείωτα βιβλία που ξεφύλλισε στα κελιά των φυλακών, παραμορφώθηκε.
Σ’ ένα κρεβάτι η γιαγιά ψυχορραγεί και η εγγονή δίπλα της χαϊδεύει τα κάτασπρα μαλλιά της. Δυο γυναίκες που αγαπήθηκαν πολύ. Η μια από ευθύνη και άλλη από ανάγκη. Πολύ πίκρα και μοναξιά υπήρχε μέσα τους.
Γιαγιά:
- Πεθαίνω και δεν χόρτασα παιδιά, δεν γνώρισα εγγόνια απ’ τα αγόρια μου. Ο ένας από δώ και ο άλλος από εκεί, κατατρεγμένοι και ανεπιθύμητοι, κυνηγημένοι από τον τόπο τους. Είμαι περήφανη για τα παιδιά μου! Έτσι ένιωθαν και έτσι έκαναν και καλά έκαναν. Πάλεψαν για δικαιοσύνη και ισότητα. Πάλεψαν για ελευθερία, άσχετα αν το πλήρωσαν με φυλακές και εξορίες.
Όμως είμαι και μάνα τυχερή, γιατί δεν έθαψα κανένα. Συνάντησα την κόρη και τον έναν γιο στα πέρατα του κόσμου. Αγράμματη γυναίκα πήρα το τραίνο από τη Σαλονίκη και όλη νύχτα και την άλλη μισή μέρα ντάκα-ντούκα στις γραμμές, έφτασα κοντά τους. Ένας μήνας, ήθελε δεν ήθελε, κάλυψε τα 20 χρόνια της απόστασης. Τον ένα τον τρανίτερο που βρέθηκε ακόμα πιο μακριά δεν τον είδα, δεν τον αντίκρισα παρά μόνο μύριζα την αναπνοή του μέσα από τα γράμματα. Γέρασα να τους περιμένω. Έστειλα μήνυμα πως αν πεθάνω και δεν τον δώ και δεν τον αγκαλιάσω να με κλάψει όλος ο ντουνιάς. Ακόμα και οι πέτρες να με κλαίν.
Υπέγραψε και ήρθε, την πρόλαβε, τον φίλησε και τη φίλησε, της έκλεισε τα μάτια και έτσι γαληνεμένη την ξεπροβόδησε!
Σ’ όλα αυτά ο ισοβίτης άντρας της κόρης της και πατέρας της εγγονής της Απών.
«Ο αγνώμων πάντα αγνώμων»
Παρ’ όλα αυτά, είναι καταξιωμένος για τους αγώνες που έδωσε για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την κοινοκτημοσύνη και για όλα τα τρανά και τα σπουδαία. Τα μικρά και τα ασήμαντα κατά τη γνώμη του, του είναι αδιάφορα. Τώρα είναι όλα δικά του! Έχει κόρη, ελευθερία και χρήματα πολλά …
Είναι όλα όπως τα ήθελε! Η ζωή όμως δεν θέλει θριαμβολογίες γιατί από τη μία στιγμή στην άλλη ανατρέπονται τα πάντα.
Η κόρη ερωτεύεται, παντρεύεται και κάνει τη δική της οικογένεια. Κάνει παιδιά, έχει άντρα, έχει πολλές δουλειές και ευθύνες. Ο άρχοντας πατέρας έρχεται σε δεύτερη μοίρα και το δεύτερο δεν το αντέχει! Είναι μόνος, πικραμένος, πληγωμένος, προδομένος. Θέλει να την τιμωρήσει για αθέτηση συμφωνίας «ότι για πάντα θα είναι οι δυό τους» και προσκαλεί την καταδιωγμένη από τον ίδιο και την κόρη, μάνα και γυναίκα του, να ξαναχτίσουν όπως της είπε τη «χαλασμένη τους φωλιά».
Εκείνη σαν τρελή τρέχει από πίσω του πιστεύοντας ότι και η κόρη θα τη δεχτεί. Και τώρα αρχίζει ο Γολγοθάς τους. Μίσος ανελέητο στη μάνα η θυγατέρα. Τελεσίγραφο στον πατέρα: Ή με εμένα ή με αυτήν. Οιδιπόδειο σύμπλεγμα; Μπορεί…
Η εξάρτηση που έχει, του υποβάλλει την απάντηση: Ναι μαζί σου μέχρι το θάνατο μου έστω και παραγκωνισμένος. Η μάνα και γυναίκα αποφασισμένη, τώρα παίρνει τις βαλίτσες της και φεύγει οριστικά! Δεν υπάρχει ούτε γυρισμός ούτε ελπίδα!
Η κόρη χαίρεται αλλά δεν ξέρει τι θα επακολουθήσει.
Η μάνα πεθαίνει μόνη της στα χέρια του υιοθετημένου γιού, του ορφανού, του παραπεταμένου, στα πλαίσια μιας συμφωνίας.
- Ότι έχω και δεν έχω, κινητά και ακίνητα μετά το θάνατό μου θα είναι δικά σου.
Έτσι ακριβώς και έγινε.
- Είναι της μάνας μου φωνάζει αυτά που πήρατε είναι δικά μου. Μου τα κλέψατε. Τα θέλω γιατί μου ανήκουν, ωρύεται μέσα στα δικαστήρια για 20 ολόκληρα χρόνια δικομανίας.
Τίποτα δεν κερδίζει και συνεχίζει να διεκδικεί. Στην ουσία διεκδικεί τη μάνα της, την μάνα που τη γέννησε και την έφερε στον κόσμο.
Αυτά δεν είναι ούτε παύσεις ούτε σιωπές. Αυτά είναι τραγωδίες.
Αυτήν την αληθινή ιστορία την αφιερώνω στα παιδιά της Παλαιστίνης, τώρα που καίγεται ο τόπος τους και σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου που ζουν μέσα σε πολέμους και γίνονται μάρτυρες και θύματα τραγωδίας