'Αλλα τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη' ... Της Ευθυμούλας Μπαμπάτση Τζερεφού

Μ’ ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη ξεπροβοδώ τον φίλο μου Θάνο Γκέσιο. Πίστευε, ονειρευόταν, προσδοκούσε, αγαπούσε. Αυτός ήταν ο Θάνος. Φως.
Και να που φτάσαμε εδώ/Χωρίς αποσκευές/Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι/Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο/Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες/ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα/Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο/ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα/που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε/τα ιδανικά της ανθρωπότητας,/αλλά τα πουλιά/πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,Και να που φτάσαμε εδώ/χωρίς αποσκευές/μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο/φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες/ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα./Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο/ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα/που μυρίζει η γη…
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,/αλλά τα πουλιά/πετούσαν πιο πέρα./Σκληρός, άκαρδος κόσμος,/που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα/πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα/για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία/για να μένουν νεκροί για πάντα./Αλλά καθώς βραδιάζει/ένα φλάουτο κάπου/ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα/που μυρίζει η γη…
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,/μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες./Φοράω το σακάκι του πατέρα/κι έτσι είμαστε δυο,/κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω/ήταν για να δώσω/έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη/μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί/σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει/παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα/που μυρίζει η γη…
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,/αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα./Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω./Όχι, μου λένε./Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…/Τι έχετε, μου λένε./Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,/μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι./Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους./Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,/αλλά εκείνη αρνείται.
Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ/(…) Έτσι ξέχασα να ζήσω./Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί,/ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε./Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά/και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού./Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο/κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα/που μυρίζει η γη…
Δωσ’ μου το χέρι σου…/Δωσ’ μου το χέρι σου…
Καλό ταξίδι Θάνο. Με αγάπη “Κορασό”